αλκυονίδες — (alcedinidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο ράμφος. Τα φτερά τους έχουν ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12 έως 42… … Dictionary of Greek
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
καγκουρό — Κοινή ονομασία διαφόρων θηλαστικών της οικογένειας των μακροποδιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Με τη στενή έννοια της λέξης, ορίζονται ως κ. τα μεγάλα είδη του γένους Μacropus, που είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία και σε ορισμένα … Dictionary of Greek
κουντού — Κοινή ονομασία δύο ειδών αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της οικογένειας bovidae. Το μεγάλο κ. είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Tragelaphus strepsiceros· πρόκειται για τη μεγαλύτερη αντιλόπη. Έχει ύψος στο ακρώμιο 1 1,50 μ., μήκος περίπου… … Dictionary of Greek
κρεόδοντα — (Creodonta). Τάξη εξαφανισμένων πρωτόγονων σαρκοφάγων θηλαστικών. Βρέθηκαν για πρώτη φορά, ως απολιθώματα, σε ιζήματα του τριτογενούς στη Μογγολία. Τα κ. εξελίχθηκαν από τα θηλαστικά της όψιμης κρητιδικής περιόδου και έφτασαν το αποκορύφωμά τους… … Dictionary of Greek
μηκόπτερα — (mecoptera). Τάξη ολομετάβολων εντόμων, η κοινή ονομασία των οποίων είναι μύγες σκορπιοί, εξαιτίας της ουράς των αρσενικών ατόμων της οικογένειας των πανορπιδών, η οποία είναι γυρισμένη στην άκρη προς τα πάνω, όπως η ουρά του σκορπιού. Η τάξη… … Dictionary of Greek
τουκάν — το, Ν άκλ. ζωολ. κοινή τοπική ονομασία 40 περίπου ειδών δρυοκολαπτόμορφων πτηνών τής τροπικής Αμερικής που συγκροτούν την οικογένεια ραμφαστίδες, με κύριο χαρακτηριστικό το τεράστιο, αν και ελαφρύ, ζωηρόχρωμο ράμφος τους, που φέρει χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek
χελιδονόψαρο — (exocoetus volitans εξώκοιτος ο ιπτάμενος). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των εξωκοιτιδών, της τάξης των σκομβρεσοκιμόρφων, διαδεδομένο κυρίως στις θερμές θάλασσες, αλλά κάποτε και στις εύκρατες. Έχει μέσο μήκος 25 εκ. Το χαρακτηριστικό του,… … Dictionary of Greek
ευρυφάγοι οργανισμοί — Οργανισμοί που μπορούν να καταναλώσουν πολλά διαφορετικά είδη τροφής. Η αναλογία τους σε έναν χώρο έχει οικολογική σημασία, γιατί, κατά κανόνα, δεν προκαλούν την υπερβολική μείωση ενός συγκεκριμένου πληθυσμού, όπως οι εξειδικευμένοι θηρευτές.… … Dictionary of Greek
καρέτα καρέτα — (caretta caretta).Είδος θαλάσσιας χελώνας που ανήκει στην οικογένεια chelonidae όπως και το είδος Chelonia mydas. Τα δύο αυτά είδη μαζί με το είδος Dermochelys coriacea της οικογένειας dermochelyidae απαντώνται και στη Μεσόγειο θάλασσα. Η κ.κ.… … Dictionary of Greek