θηρευτές

θηρευτές
Οργανισμοί που επιβιώνουν με τη θήρευση, δηλαδή με το κυνήγι και τη σύλληψη άλλων οργανισμών. Η ιδιότητα του θ. προϋποθέτει την ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας ειδικών προσαρμοστικών μηχανισμών, που επιτρέπουν στον επιτιθέμενο οργανισμό να προλάβει ή να πλησιάσει και να εξουδετερώσει το υποψήφιο θύμα του, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι η ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας (το αιλουροειδές τσιτάχ επιταχύνει από 0 σε 100 χλμ. /ώρα μέσα σε 3 δευτ.) ή αντίθετα η πλήρης ακινησία (σαρκοβόρα έντομα όπως η μάντις), η δημιουργία οργανωμένων ομάδων που συνεργάζονται στο κυνήγι (λιοντάρια και λυκάνονες της Αφρικής) και ο μιμητισμός, δηλαδή η απόκτηση μορφών που προκαλούν σύγχυση στα θηράματα. Γενικότερα, όμως, η αποτελεσματικότητα της θήρευσης σε μια περιοχή εξαρτάται όχι μόνο από τις ικανότητες του θ. αλλά και από την πληθυσμιακή πυκνότητα των θηραμάτων. Παράδοξο φαίνεται το γεγονός ότι η παρουσία πολλών ειδών θ. σε ένα οικοσύστημα (για παράδειγμα, στις τροπικές περιοχές) αυξάνει την ποικιλία των θηραμάτων και γενικά των μορφών ζωής. Αυτό συμβαίνει γιατί η συνεχής κατανάλωση των θηραμάτων μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους και επιτρέπει στο σύστημα να δεχθεί και άλλου είδους θηράματα, τα οποία με τη σειρά τους συντηρούν άλλους θ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλκυονίδες — (alcedinidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο ράμφος. Τα φτερά τους έχουν ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12 έως 42… …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • καγκουρό — Κοινή ονομασία διαφόρων θηλαστικών της οικογένειας των μακροποδιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Με τη στενή έννοια της λέξης, ορίζονται ως κ. τα μεγάλα είδη του γένους Μacropus, που είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία και σε ορισμένα …   Dictionary of Greek

  • κουντού — Κοινή ονομασία δύο ειδών αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της οικογένειας bovidae. Το μεγάλο κ. είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Tragelaphus strepsiceros· πρόκειται για τη μεγαλύτερη αντιλόπη. Έχει ύψος στο ακρώμιο 1 1,50 μ., μήκος περίπου… …   Dictionary of Greek

  • κρεόδοντα — (Creodonta). Τάξη εξαφανισμένων πρωτόγονων σαρκοφάγων θηλαστικών. Βρέθηκαν για πρώτη φορά, ως απολιθώματα, σε ιζήματα του τριτογενούς στη Μογγολία. Τα κ. εξελίχθηκαν από τα θηλαστικά της όψιμης κρητιδικής περιόδου και έφτασαν το αποκορύφωμά τους… …   Dictionary of Greek

  • μηκόπτερα — (mecoptera). Τάξη ολομετάβολων εντόμων, η κοινή ονομασία των οποίων είναι μύγες σκορπιοί, εξαιτίας της ουράς των αρσενικών ατόμων της οικογένειας των πανορπιδών, η οποία είναι γυρισμένη στην άκρη προς τα πάνω, όπως η ουρά του σκορπιού. Η τάξη… …   Dictionary of Greek

  • τουκάν — το, Ν άκλ. ζωολ. κοινή τοπική ονομασία 40 περίπου ειδών δρυοκολαπτόμορφων πτηνών τής τροπικής Αμερικής που συγκροτούν την οικογένεια ραμφαστίδες, με κύριο χαρακτηριστικό το τεράστιο, αν και ελαφρύ, ζωηρόχρωμο ράμφος τους, που φέρει χαρακτηριστικά …   Dictionary of Greek

  • χελιδονόψαρο — (exocoetus volitans εξώκοιτος ο ιπτάμενος). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των εξωκοιτιδών, της τάξης των σκομβρεσοκιμόρφων, διαδεδομένο κυρίως στις θερμές θάλασσες, αλλά κάποτε και στις εύκρατες. Έχει μέσο μήκος 25 εκ. Το χαρακτηριστικό του,… …   Dictionary of Greek

  • ευρυφάγοι οργανισμοί — Οργανισμοί που μπορούν να καταναλώσουν πολλά διαφορετικά είδη τροφής. Η αναλογία τους σε έναν χώρο έχει οικολογική σημασία, γιατί, κατά κανόνα, δεν προκαλούν την υπερβολική μείωση ενός συγκεκριμένου πληθυσμού, όπως οι εξειδικευμένοι θηρευτές.… …   Dictionary of Greek

  • καρέτα καρέτα — (caretta caretta).Είδος θαλάσσιας χελώνας που ανήκει στην οικογένεια chelonidae όπως και το είδος Chelonia mydas. Τα δύο αυτά είδη μαζί με το είδος Dermochelys coriacea της οικογένειας dermochelyidae απαντώνται και στη Μεσόγειο θάλασσα. Η κ.κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”